Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα[1]
Αθήνα, 16 Μαρτίου 2019
Ελευθερία είναι να λες στους ανθρώπους, αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν. Τζωρτζ Όργουελ
Εισαγωγή
Πολύ πιθανόν αυτά που θα παραθέσω κατωτέρω να μην γίνουν αποδεκτά εν μέρει ή εν όλω, αλλά διατηρώ για τον εαυτό μου την ελευθερία να τα εκφράσω μετά θάρρους και παρρησίας, σύμφωνα με την παρακαταθήκη του Περικλή στον επιτάφιο, που έγραψε: «…το εύδαιμον, το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον…». Κατόπιν τούτου ο καθένας θα κρίνει κατά πόσο και σε ποιο βαθμό ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή όχι.
Συνηθίζω- κι αυτό αποτελεί απαραίτητη πρακτική-, ορισμένα θέματα της πράξης να τα επεξεργάζομαι με τα θεωρητικά εργαλεία, για να διαπιστώσω κατά πόσο η συγκεκριμένη δράση ανταποκρίνεται στις θεωρητικές έννοιες –κριτήρια ανάλυσης ή αποκλίνουν απ’ αυτά. Αυτό γίνεται και αντίστροφα. Δηλαδή η πράξη πρέπει να επιβεβαιώνει την θεωρία. Αλλιώς και σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να υπάρχει πρόβλημα προσέγγισης και διαπίστωσης της αλήθειας. Αυτή η διαδικασία είναι συνεχής. Προϋποθέτει βέβαια το κριτήριο της ικανότητας που είναι ζητούμενο και το κριτήριο της ανιδιοτέλειας που πρέπει να είναι προαπαιτούμενο, για την αναζήτηση της αλήθειας.
Η μέθοδος που ακολουθώ βασίζεται στο «ορθώς απορείν» του Αριστοτέλη, που σημαίνει ότι στην έρευνα πρέπει, από μεθοδολογική άποψη, να αμφιβάλεις για τα πάντα και να βάζεις την ανεξάρτητη, ει δυνατόν, κριτική σκέψη, να εκτιμάς τα δεδομένα με βάση τις έννοιες –κριτήρια, για να βγάλεις τα απαραίτητα συμπεράσματα. Το τονίζει και ο φιλόσοφος Καρτέσιος, λέγοντας «Στην προσπάθεια της έρευνας για την αλήθεια είναι ανάγκη να αμφιβάλουμε για το καθετί, όσο μπορούμε περισσότερο.[2]
1. Έννοιες –κριτήρια
Σχετικά με τις έννοιες –κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη της η έρευνα απαραιτήτως για να είναι έγκυρη, θεωρώ ότι πρέπει να περιλαμβάνουν τόσο την ψυχολογία όσο και την ιδεολογία. Υπάρχει διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο κριτήρια. Δεν μπορείς να ερμηνεύσεις τα κοινωνικά φαινόμενα μόνο με την ιδεολογία, αγνοώντας την ψυχολογία και το αντίθετο. Ένα από τα βασικά αίτια αποτυχίας του μαρξισμού -λενινισμού ήταν η παντελής έλλειψη της ψυχολογίας του ανθρώπου, που εξ αντικειμένου καθόριζε σε ύψιστο βαθμό την ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του.
«Η άρνηση του Μαρξ», τονίζει ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου εν προκειμένω, «μολονότι έβλεπε τα αδιέξοδα μιας καθαρά οικονομικής αντίληψης- να σχετικοποιήσει την οικονομική ερμηνεία της ιστορίας απορρέει από τη φιλοσοφική του θέση, πως η “ουσία του ανθρώπου”, είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Από κει απορρέουν τα πάντα».[3]
Το «ουκ επ’ αρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος» του Ευαγγελίου,[4] που σήμαινε βασικά ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο οικονομική οντότητα, αλλά έχει και άλλες ιδιαιτερότητες στη φύση του, δεν είχε στο θεωρητικό σχήμα του Μαρξ και των επιγόνων καθοριστική θέση.
Αυτό το αξίωμα του Μαρξ καταρρίπτει απερίφραστα ο Κορνήλιος Καστοριάδης, με απόλυτο τρόπο, λέγοντας ότι «η οικονομική βάση, που ο Μαρξ θέλησε να δώσει ταυτόχρονα στο έργο του και στην επαναστατική προοπτική, και που γενιές μαρξιστών θεώρησαν σαν ένα ακλόνητο βράχο, ήταν απλούστατα ανύπαρκτη».[5] Το αποτέλεσμα ήταν μ’ αυτήν την έννοια προδιαγεγραμμένο.
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό «δεν εξελίχτηκαν», όπως γράφει σχετικά ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού, «σε μορφές χειραφέτησης, ούτε προς τον περίφημο μαρασμό του κράτους, το αντίθετο οδηγήθηκαν στη γιγάντωση ενός πανίσχυρου μηχανισμού κρατικής ισχύος».[6] Σ’ έναν κρατικό μηχανισμό που στραγγάλισε δηλαδή κάθε απελευθερωτική πρωτοβουλία από τα κάτω, η οποία εξέφραζε την ιδέα της καθολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας.
Για τον λόγο αυτό κι’ ένας παλαίμαχος της Κομμουνιστικής Αριστεράς, ο Πιέτρο Ιγκράο, ομολογεί με παρρησία: «Έλεγα στον εαυτό μου: Πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, ακόμη και τα “ιερά κείμενα”», προσθέτοντας ότι πρέπει να κατακτήσουμε «τη γονιμότητα της αμφιβολίας και το αρραγές του αγώνα».[7]
2. Η πρακτική του σταλινισμού στην Ελλάδα
Φαίνεται πως ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» των κομμουνιστικών κομμάτων θα κατέληγε αργά ή γρήγορα στην υπερεξουσία της κομματικής γραφειοκρατίας και τελικά, στην κατάλυση κάθε μορφής δημοκρατίας και στα φαινόμενα του σταλινισμού και κατ’ επέκταση της προσωπολατρίας. Εξ ου και η περιφρόνηση του λαού, ως μάζας ή ετερόκλητου όχλου, που είναι ένα και το αυτό. Η κατ’ επίφαση δημοκρατικότητα κάλυπτε σε ένα βαθμό τη λειτουργία των μηχανισμών χειραγώγησης που λειτουργούσαν αφανώς. Γι’ αυτό και ο γνωστός κομμουνιστής ηγέτης της Ιταλίας Παλμίρο Τολιάτι, που πέρασε όλα τα στάδια του σταλινισμού στην χειρότερή του μορφή, αποφάνθηκε στο τέλος (βασικά μετά την αποσταλινοποίηση), αναγνωρίζοντας τα τραγικά του λάθη, με τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο: «Πρέπει να ξαναμάθουμε το πώς γίνεται μια κανονική, δημοκρατική ζωή, δηλαδή να ξαναμάθουμε να’ χουμε προσωπική πρωτοβουλία τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Να ξαναμάθουμε να επιζητούμε τη συζήτηση. Να ξαναμάθουμε να ανεχόμαστε τα λάθη, γιατί η ανοχή είναι αναγκαία, για να βρούμε την αλήθεια. Να ξαναμάθουμε την ανεξαρτησία του χαρακτήρα και την ανεξαρτησία της κρίσης».[8] Μια ομολογία, κατάθεση σκληρής εμπειρίας μια σταλινικής διαδρομής, που οδήγησε το κομμουνιστικό κίνημα στα γνωστά αδιέξοδα του ολοκληρωτισμού του υπαρκτού σοσιαλισμού. Βασικά ο Τολιάτι αναγνωρίζει ότι επί Στάλιν και σταλινισμού η έννοια της δημοκρατίας και των δημοκρατικών διαδικασιών ήταν άγνωστη. Όμως αυτή η στάση όλων αυτών των σταλινικών δεν εξηγείται μόνο από την ιδεολογία, αλλά βασικά από την ψυχολογία και σχετικά με τους άκρα δογματικούς από την ψυχοπαθολογία. Είναι θέματα που άπτονται της ιδιομορφίας του χαρακτήρα και της χαρακτηροδομής κάποιων ανθρώπων και αγνοήθηκαν.
Ίσως πολλοί να αναρωτούνται ότι παραμερίζεται ή αγνοείται ο παράγοντας οικονομία, όταν μιλούμε για ψυχολογία. Στο θέμα παίρνει θέση ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες στοχαστές, τοποθετώντας τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση: «Η οικονομία δεν παύει φυσικά να έχει το ιδιαίτερο βάρος της μέσα στους διαμορφωτικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής, όμως υποτάσσεται στη γενική λογική και στη γενική μορφολογία των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες υπάρξεις που ζουν κοινωνικά. Μιλώντας κανείς για ανθρώπους, για σχέσεις μεταξύ τους, για δυνάμεις που συγκροτούν και συγκρατούν κοινωνίες, εισέρχεται στο βαθύ και έσχατο επίπεδο της ανάλυσης, δηλαδή στο επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας. Τούτο το επίπεδο προσπαθώ να εξιχνιάσω τώρα σε μια τρίτομη εργασία, της οποίας ο πρώτος τόμος θα δημοσιευθεί προσεχώς στη Γερμανία. Αποφασιστικούς ερεθισμούς στη σκέψη μου έδωσε όμως όχι μόνον η κριτική αντιπαράθεση με τη μαρξιστική θεωρία, αλλά και η κριτική βίωση και παρατήρηση του κομμουνιστικού κινήματος στη διεθνή και διαχρονική του διάσταση». [9] Και αυτό έχει σχέση με την ανθρώπινη φύση, όπως την εξέφρασε ο Θουκυδίδης.
Η γνώση της φύσης του ανθρώπου έχει άμεση σχέση με την ψυχολογία. Γιατί, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός: Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.[10] Αυτήν την άβυσσο, που καθόριζε τις περισσότερες φορές την συμπεριφορά των ανθρώπων, αγνοούσε παντελώς, για να μην πούμε ότι περιφρονούσε, ο μαρξισμός – λενινισμός, όπως επισημαίνει ο Βικτόρ Σερζ, ένας σύγχρονος επαναστάτης του Λένιν, γιατί το μόνο που μέτραγε ήταν η οικονομία και οι οικονομικοί νόμοι: Παραπέρα συμπληρώνει ο ίδιος ο Σερζ, πως καμία προσπάθεια δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά χωρίς την ψυχολογία: «Η ψυχολογία δεν υπάρχει καν την εποχή που οι Μαρξ και Ένγκελς οικοδομούσαν το έργο τους. Ούτε ο Κάουτσκι, ούτε ο Λένιν, ούτε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ούτε ο Μπουχάριν, ούτε ο Τρότσκι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ψυχολογία. Ο μπολσεβικισμός της σταλινικής παρακμής έφτιαξε μάλιστα έναν βολικό κανόνα του είδους: “Όχι ψυχολογία!” στις δίκες της Μόσχας. Οι καθηγητές της ανακήρυξαν τον Σίγμουντ Φρόυντ ως έναν “αντιδραστικό μεταφυσικό ιδεαλιστή” (κατά λέξη)». [11]
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ψυχολογία συνιστά τη διαγνωστική μέθοδο στα θέματα που έχουν σχέση με τον άνθρωπο και την συμπεριφορά του και η παιδαγωγική με την επιστήμη της αγωγής, με την επιστήμη που διαμορφώνει χαρακτήρες, που τους διακρίνει το ήθος και η αξιοπρέπεια. Η οικονομία αυτή καθαυτή δεν μπορεί να διαμορφώσει χαρακτήρες. Το αντίθετο μάλιστα. Περισσότερο, χωρίς υπερβολή, ήταν ικανή να τους παραμορφώσει, παρά να τους διαμορφώσει.[12]
3. Τα αποτελέσματα του σταλινισμού και το Μακεδονικό πρόβλημα
Ο σταλινισμός από την άλλη είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα, την απόλυτη περιφρόνηση της δημοκρατίας και των δημοκρατικών διαδικασιών, όπως τονίσαμε. Ακόμη και αυτοί που στην αριστερά χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους αμεσοδημοκράτη στην ουσία είναι περισσότερο αυταρχικοί αντιδημοκράτες από τους άλλους. Υπάρχει στην περίπτωση μια καλυμμένη υποκρισία. Τα παραδείγματα από την πράξη «άπειρα». Τα βλέπουμε άλλωστε με οφθαλμοφανή τρόπο και στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που καταργεί κάθε έννοια δημοκρατίας, αντικαθιστώντας την με την προσωπολατρία.
Η πειθαρχία που καθόρισε η 3η Διεθνής του Λένιν και κατόπιν σε υπερθετικό βαθμό ο Στάλιν στα κομμουνιστικά κόμματα, ήταν απόλυτη. Πέρα όμως από το έλλειμμα δημοκρατίας υπήρχε και ένα άλλο εξίσου τεράστιο αρνητικό φαινόμενο. Ο λεγόμενος προλεταριακός διεθνισμός δεν ήταν στην ουσία τίποτε άλλο από τον πανσλαβιστικό εθνικισμό της Ρωσίας, καλυμμένος με τον μανδύα του διεθνισμού, ο οποίος εφαρμοζόταν επίσης κατ’ επιλογή. Εξ ου και το μίσος όλων των κρατών, που ήταν στο σοβιετικό στρατόπεδο, εναντίον της Ρωσίας, όπως έχει φανεί μετά την κατάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτό διαπιστώνουμε άμεσα και στο Μακεδονικό ζήτημα, που προωθούσε κατά διαστήματα με εντολή της Κομιντέρν ή του βουλγάρικου και ρώσικου ΚΚ το ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της κατάληξης αυτής της υπόθεσης στην συμφωνία των Πρεσπών από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με την συμβολική σημασία της περιοχής, όπου έλαβε χώρα η 5η ολομέλεια του ΚΚΕ το 1949 και απέβλεπε ουσιαστικά στον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας στα Βόρεια σύνορά της για μια κατά βάση ανεξάρτητη Μακεδονία. Το τραγικό και παράλληλα κυνικό του πράγματος έγκειται στο γεγονός ότι η απόφαση της 5ης ολομέλειας έγινε, όπως ήταν η απόφαση, ενάντια στον κοινό εχθρό, που εθεωρείτο ο «μοναρχοφασισμός» και ο «αμερικανοαγγλικός ιμπεριαλισμός». Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί με αυτήν την έννοια το τελευταίο στάδιο της προσπάθειας παραχώρησης της ελληνικής Μακεδονίας, της μόνης Μακεδονίας, στους Σκοπιανούς, που υπηρετεί τα σχέδια του ΝΑΤΟ και κυρίως της Αμερικής και της Γερμανίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν παραχωρεί με την συμφωνία των Πρεσπών την ελληνική Μακεδονία στον «μοναρχοφασισμό και τον αμερικανοαγγλικό ιμπεριαλισμό», όπως έλεγε ακριβώς και το ΚΚΕ τότε. Έχουν αποδείξει εμπράκτως πλέον ότι με αριστερό ψευδώνυμο υπηρετούν θαυμάσια την παγκοσμιοποιημένη νέα τάξη πραγμάτων. Όσο για τα περί γεωγραφικού διαχωρισμού της Μακεδονίας είναι αστήρικτες καιροσκοπικές κατασκευές, κυρίως της Βουλγαρίας και όσων επιβουλεύονταν την ελληνική Μακεδονία, όπως και η ύπαρξη μακεδονικού λαού, μακεδονικής εθνότητας και μακεδονικής γλώσσας.
Πώς εξηγείται αυτό το φαινόμενο της διαστροφής της ιστορικής αλήθειας άραγε; Κατά την άποψή μου αυτή η εξέλιξη έως την κατάληξή της είναι εύκολο να εξηγηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας την συγκεκριμένη υπαρκτή αριστερά, η οποία γαλουχήθηκε στην πλήρη και άνευ αντιρρήσεων υποταγή της στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στην εκτέλεση των εντολών τους. Η βασική αιτία οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ αυτή η αριστερά δεν συνεδύαζε το εθνικό με το κοινωνικό. Δεν υπήρξε ποτέ, εκτός από την περίοδο της εθνικής αντίστασης, η διαλεκτική σχέση των εθνικών θεμάτων με τα κοινωνικά, δηλαδή με τα ταξικά. Ο διεθνισμός της είτε προλεταριακός είτε καπιταλιστικός δεν είχε εθνικό χαρακτήρα. Η βασική στρατηγική της ήταν η κατάλυση του έθνους –κράτους. Με αυτήν την έννοια δεν είχε σημασία η συμμαχία της με την κομμουνιστική ιδεολογία ή τον ιμπεριαλισμό. Η εξάρτηση ήταν και είναι εξάρτηση και αυτό είναι το καθοριστικό γενεσιουργό στοιχείο της εμπράγματης ιδεολογίας της. Η εξάρτηση για να κυριολεκτούμε δεν έχει πολιτικό χρώμα. Πάει όπου φυσάει ο άνεμος του προσωπικού ή κομματικού συμφέροντος ή και των δύο μαζί. Από κει και πέρα ήταν εύκολη η εσωτερίκευση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Δεν ήταν με άλλα λόγια ποτέ αυτόφωτη και αυτοπροσδιοριζόμενη, αλλά σ’ όλην την ιστορική πορεία ετερόφωτη και ετεροπροσδιοριζόμενη. Αυτή η πραγματικότητα δεν χρήζει αποδείξεως. Πάντοτε η πολιτική της κατευθυνόταν από εξωτερικούς παράγοντες, όπως συνέβη και με την συμφωνία των Πρεσπών, που αποτελεί ένα ηχηρό δείγμα της υποτέλειάς της στα κελεύσματα του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στην υποταγή της στα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας, στα οποία ανέκαθεν ήταν εθισμένη και υποταγμένη, προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικές και κομματικές στρατηγικές, στα πλαίσια ενός ιδεοληπτικού και προσχηματικού διεθνισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παρακαταθήκη του γνωστού αγωνιστή Νίκου Πλουμπίδη στην Έλλη Παπά, που δείχνει τον βαθμό υποτέλειας στα ξένα κέντρα. Η πιο απίθανη και απίστευτη πραγματικά ομολογία για την τυφλή υποταγή στην τρίτη διεθνή και την μητέρα της παγκόσμιας επανάστασης πρώην Σοβιετική Ένωση διατυπώθηκε με δογματική μονολιθικότητα από τον Νίκο Πλουμπίδη, ένα από τα κορυφαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ελλάδα, έτσι όπως την καταμαρτυρεί η Έλλη Παππά στο βιβλίο της, Μαρτυρίες μιας διαδρομής.[13] Γράφει σε γράμμα του απευθυνόμενος στην Έλλη Παππά: «1. Το ΒΑΣΙΚΟΤΑΤΟ, Το ΠΡΩΤΙΣΤΟ κάθε Κομμουνιστή είναι να αγαπά και να υπερασπίζεται τη ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ. Όποιος δεν το κάνει αυτό ΔΕΝ είναι Κομμουνιστής, είναι εχθρός των Εργαζομένων. 2. ΣΩΣΤΟ και ΑΛΗΘΙΝΟ και για πρόσωπα και για πράγματα είναι αυτό που λέει το ΚΟΜΜΑ...» Και ακολουθούν άλλα παρόμοια. Σε απλά ελληνικά λέει ο Νίκος Πλουμπίδης ότι είτε τα σοβιετικά κράτη είναι εναντίον της Ελλάδας και την επιβουλεύονται, όπως με το «μακεδονικό» είτε θέλουν να την εκμεταλλευτούν, όπως συνέβη με τον εμφύλιο, καθήκον του Έλληνα κομμουνιστή είναι να υπερασπιστεί την Σοβιετική Ένωση. Τώρα βασικά τους «άσπονδους φίλους και συμμάχους μας», κυρίως Αμερικανούς και Γερμανούς.
Πραγματικά ασύλληπτα πράγματα για μια εποχή που δεν είναι μακρινή. Για το λόγο αυτό ισχυρίζομαι πάντοτε με βάση μια πλούσια βιωματική εμπειρία ότι όσοι γαλουχήθηκαν από τα κομμουνιστικά κόμματα διατηρούν στο είναι τους, στο DNA τους ως δεύτερή τους φύση τον σταλινισμό. Οι εξαιρέσεις, όπως πάντα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Επιπλέον τέτοια φαινόμενα δεν μπορούν να ερμηνευτούν, παρά μόνο με την ψυχολογία ή την ψυχοπαθολογία, την οποία περιφρονούσε η κομμουνιστική θεωρία, ή στην καλύτερη περίπτωση με την πίστη των πρώτων χριστιανών, γιατί πρόκειται πολλές φορές περί αγνών ιδεολόγων αγωνιστών, όπως χαρακτηριστικά είναι η περίπτωση και του Πλουμπίδη, του γνωστού Νίκου Μπελογιάννη και άλλων.[14] Κι όμως τα φαινόμενα του σταλινισμού δεν έχουν εξαλειφτεί. Όσοι ασχολούνται με την πολιτική τα βρίσκουν καθημερινά μπροστά τους στον αριστερό χώρο και όχι μόνο. Θέλει όμως ιδιαίτερη ικανότητα να τα ανακαλύψεις. Γιατί τα φαινόμενα αυτά δεν μπορούν να κατανοηθούν με τη λογική ή με πολιτικά κριτήρια, αλλά πολλές φορές με την ψυχολογία και ορισμένες φορές με την ψυχοπαθολογία. Μήπως τα σφάλματα με διαφορετική μορφή και σε διαφορετικό φυσικά περιβάλλον συνεχίζονται; Είναι ένα ερώτημα, του οποίου η απάντηση ούτε αυτονόητη είναι, ούτε εύκολη. Μήπως αυτή η καταστροφική πολιτική για την Ελλάδα συνεχίζεται και σήμερα από την Αριστερά, θέτοντας στόχο αυτή τη φορά την διάλυση του Έθνους -κράτους; Είναι κι’ αυτό ένα ερώτημα που χρήζει απάντησης. Η προσωποποίηση αυτής της ιδιομορφίας της ελληνικής αριστεράς βρίσκει την πλήρη της εκπροσώπηση κατ’ εξοχήν στον Νίκο Κοτζιά, ο οποίος αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή ενός οπορτουνιστή .
Μια απάντηση έδωσε στο κρίσιμο αυτό ερώτημα ο Ηλίας Ηλιού, ο Μέντορας της Αριστεράς, με την κριτική του στο τέλος της ζωής του το 1981, ως καταληκτικό συμπέρασμα: «Είμαι πικραμένος. Όχι τόσο από τους αντιπάλους μου, που έκαναν στο κάτω κάτω τη δουλειά τους, αλλά από τους ομόφρονες μου. Δεν άφησαν πεπονόφλουδα που τους πετούσε η ντόπια ή η ξένη αντίδραση που να μην την πατήσουν... Αν ήθελε κάποιος να γράψει για τις αστοχίες της ηγεσίας του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, δεν θα χρειαζόταν τόμους χειρογράφων με σοβαρές αναλύσεις... Θα του αρκούσαν μερικά χειρόγραφα για να γράψει ένα μικρό χιουμοριστικό βιβλίο με τίτλο “Ο δρόμος με τις πεπονόφλουδες”. Δυστυχώς, οι γκάφες των ομοφρόνων μου κατέστρεψαν ένα πανίσχυρο προοδευτικό κίνημα και μας πήγαν πολλές δεκαετίες πίσω».
Είναι αλήθεια ότι η «πρώτη φορά αριστερά» θα είναι στην Ελλάδα και η τελευταία.[15]
[1] Υποψήφιος για την δημαρχεία της Αθήνας με τον συνδυασμό του Γιώργου Καραμπελιά.
[2] Ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει από τους πρώτους την βασική μεθοδολογική αρχή με το «ορθώς απορείν» που σημαίνει ότι πρέπει από μεθοδολογικής σκοπιάς και οπτικής να αμφιβάλει ο ερευνητής για τα πάντα, εφαρμόζοντας την ανεξάρτητη κριτική του σκέψη για την ανακάλυψη και αποκάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας.
[3] Βλ. Κώστας Παπαϊωάννου, Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία, εκδ. «Κομμούνα/Θεωρία», Αθήνα 1988, σ. 24.
[4] Κατά Λουκάν, 4.12. Ο Ένγκελς απέναντι σ’ αυτή τη θέση διακήρυττε: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής». Βλ. Ο Έγκελς στον Μπλοχ, «Γράμματα», στο Κ. Μαρξ – Φ. Έγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμ. ΙΙ, σ. 572-573.
[5] Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία, εκδ. «Ύψιλον/βιβλία», Β΄ έκδοση, Αθήνα 1985, σ. 28.
[6] Απόσπασμα από συνέντευξη του Γάλλου φιλοσόφου στην εφημ. «Καθημερινή», 29.11.09 με τίτλο: «Η επιστροφή της μεγάλης ιδέας». Γνωστή είναι η θεωρία του Μαρξ, ότι ο καινούργιος κοινωνικός σχηματισμός απαιτεί την πλήρη καταστροφή (zerbrechen) του παλιού, του αστικού καθεστώτος φυσικά.
[7] Συνέντευξή του στο περιοδικό «Essere Communisti», αναδημοσιευμένη στην εφημ. «Η Εποχή», 1.11.09
[8] Βλ. Παλμίρο Τολιάττι, άρθρο στην Humanite, 3.7.1956.
[9] Βλ. Συνέντευξη του Παναγιώτη
Κονδύλη στον Σπύρο Τσακνιά με τίτλο: «Εκπλήσσομαι, αν κάποιος
συμφωνεί
μαζί μου», περιοδικό Διαβάζω, Απρίλιος 1998. Τελικά εκθόθηκαν και οι τρείς
τόμοι.
[10] Ως ενίσχυση του ισχυρισμού μου για την αποφασιστική σημασία της ψυχολογίας στα φαινόμενα που αφορούν τον άνθρωπο γενικά, δηλαδή τα ιστορικά φαινόμενα, καταγράφω και την άποψη του γερμανού ιστορικού και φιλοσόφου Γουλιέλμου Ντίλτεϋ (Wilhelm Dilthey), που αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου: «Για τον Ντίλτεϋ οι επιστήμες του ανθρώπου είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές από τον άνθρωπο “από τα μέσα”, σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες. Γι’ αυτό και η ψυχολογία αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε κατανόησης του ιστορικοκοινωνικού κόσμου». Την άποψη αυτή, την οποία ασπάζομαι χωρίς επιφύλαξη, εφαρμόζω μεθοδολογικά και στη δική μου ανάλυση.
[10] Ως ενίσχυση του ισχυρισμού μου για την αποφασιστική σημασία της ψυχολογίας στα φαινόμενα που αφορούν τον άνθρωπο γενικά, δηλαδή τα ιστορικά φαινόμενα, καταγράφω και την άποψη του γερμανού ιστορικού και φιλοσόφου Γουλιέλμου Ντίλτεϋ (Wilhelm Dilthey), που αναφέρει ο Κ. Παπαϊωάννου: «Για τον Ντίλτεϋ οι επιστήμες του ανθρώπου είναι δυνατό να γίνουν κατανοητές από τον άνθρωπο “από τα μέσα”, σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες. Γι’ αυτό και η ψυχολογία αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε κατανόησης του ιστορικοκοινωνικού κόσμου». Την άποψη αυτή, την οποία ασπάζομαι χωρίς επιφύλαξη, εφαρμόζω μεθοδολογικά και στη δική μου ανάλυση.
[11] Βλ. Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη, εκδ. «SCRIPTA», Αθήνα 2008, σ. 580.
[12] Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Αποκεντρωτισμός. Αυταρχική Συγκεντρωτική ή Δημοκρατική Αποκεντρωτική Εξουσία, εκδ. «Γόρδιος» Αθήνα 2014. Στο βιβλίο μου αυτό αναλύω λεπτομερώς όλα αυτά τα φαινόμενα, που προσπαθώ να αναδείξω περιληπτικά.
[13] Βλ. Έλλη Παππά, Μαρτυρίες μιας διαδρομής, εκδ. «Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη», έκτη έκδοση, Αθήνα 2010, σ. 332.
[14] Εξ ου και η θεωρία περί ετερογονίας των σκοπών, όπως την διατύπωσε με ακρίβεια ο Παναγιώτης Κονδύλης με τα εξής λόγια: «Δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων, πλείστοι όσοι από τους οποίους είχαν ηθικότατες προθέσεις και επέδειξαν συχνότατα απαράμιλλη αυτοθυσία, μάχονταν για την εγκαθίδρυση της Ουτοπίας, όμως από τη συλλογική τους δράση προέκυπταν αποτελέσματα απ' ευθείας αντίθετα προς τους κεκηρυγμένους σκοπούς, αποτελέσματα που ανακύκλωναν ακριβώς εκείνα τα φαινόμενα που ήθελε και όφειλε να ξεπεράσει η Ουτοπία…» Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Εκπλήσσομαι, αν συμφωνεί κανείς μαζί μου. Συνέντευξη στον Σπύρο Τσακνιά, Περιοδικό «Διαβάζω», τ. 384, Απρίλης 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου